Στους πρόποδες του ανατολικού Βερμίου, σε μια φυσική αγκαλιά, που σχηματίζεται από διαδοχικά επίπεδα που κατεβαίνουν σιγά- σιγά προς τον κάμπο, είναι κτισμένη η Νάουσα, δεσπόζοντας από ένα μέσο υψόμετρο 330 μ. από τη θάλασσα σε ολόκληρο τον εύφορο κάμπο της Ημαθίας, που εκτείνεται μέχρι την Θεσσαλονίκη. Προς τα δυτικά, ο ορίζοντας της πόλης περιγράφεται από καταπράσινα βουνά και λόφους που μέσα της ιδρύθηκε και αναπτύχθηκε η σημερινή πόλη.
Η Νάουσα, ή επίσημα η Ηρωική πόλη της Νάουσας, είναι πόλη της Κεντρικής Μακεδονίας. Ο πραγματικός πληθυσμός της πόλης, κατά την απογραφή του 2001, ανερχόταν στους 20.176 κατοίκους. Ο πληθυσμός του Καλλικρατικού Δήμου Ηρωικής πόλης Νάουσας, σύμφωνα με τη Διοικητική Μεταρρύθμιση του 2011, φτάνει τους 34.441 κατοίκους.
Η Νάουσα βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του πρώην Νομού Ημαθίας, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα του νομού Βέροια. Από το 1955 με βασιλικό διάταγμα χαρακτηρίζεται ως «Ηρωική Πόλη» για τους αγώνες και τις θυσίες κατά την περίοδο των απελευθερωτικών αγώνων του 1821. H πόλη της Νάουσας και η ευρύτερη περιοχή της, φημίζονται για τον μεγάλο φυσικό τους πλούτο. Ο Δήμος της Νάουσας είναι ο μεγαλύτερος Δασοκτήτης Δήμος της χώρας καθώς η πόλη περιτριγυρίζεται από κατάφυτες πλαγιές με οξιές, βελανιδιές και πλατάνια, που δημιουργούν μια μεγάλη πράσινη αγκαλιά. Σε απόσταση 17 χιλιομέτρων βρίσκονται και 2 από τα πιο γνωστά Χιονοδρομικά Κέντρα της χώρας, το Σέλι και των 3-5 Πηγάδια.
Το όρος Βέρμιο έχει τις βόρειες και ανατολικές πλαγιές του καλυμμένες από δάση με κωνοφόρα και οξιές κυρίως, ενώ οι δυτικές πλαγιές του είναι σχεδόν γυμνές. Τα άφθονα νερά του σχηματίζουν μεγάλους και μικρούς καταρράκτες, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν ως κινητήρια δύναμη για τη βιομηχανία, από τον 19ο αιώνα ακόμη.
Ειδικότερα για τη Νάουσα, το πιο σπουδαίο ποτάμι είναι η Αράπιτσα, που έχει τις πηγές του σε έναν καταπληκτικής ομορφιάς χώρο κοντά στην πόλη, στο άλσος του Αγίου Νικολάου. Κυλώντας προς τα χαμηλότερα επίπεδα, διασχίζει την πόλη, χωρίζοντάς την σε δύο άνισα μέρη, ενώ διαδοχικοί καταρράκτες, μικρότερου ή μεγαλύτερου ύψους, σχηματίζονται σε όλη τη διαδρομή του μέχρι την πεδιάδα. Με την πρόσφατη αστική παρέμβαση που ανέδειξε αισθητικά την περιοχή του ποταμού, δημιουργήθηκε ένας ακόμη πόλος έλξης επισκεπτών μέσα στην πόλη.
Το 1822 η Νάουσα θα εξεγερθεί κατά τών Τούρκων, αλλά η εξέγερση καταστέλεται αιματηρά (το γνωστό Ολοκαύτωμα της Νάουσας). Η πόλη θεωρήθηκε, λοιπόν, ηρωική πόλη χάρη στην θυσία των Ναουσαίων γυναικών στα νερά της Αράπιτσας μαζί με τα παιδιά τους την περίοδο αυτή.
Παρόλα αυτά η Νάουσα κατορθώνει να ορθοποδήσει και πάλι και στα τέλη του 19ου αιώνα θα έχει ανθηρή βιομηχανία, ιδίως στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας με προϊόντα γνωστά και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Ο τομέας αυτός θα αποτελέσει και τη βάση για μεγάλη οικονομική ακμή που συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση απο την Οθωμανική κυριαρχία, επέζησε τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους για να παρακμάσει στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η παρακμή οδήγησε σε κλείσιμο μεγάλων βιομηχανικών μονάδων και σε δραματική αύξηση της ανεργίας.
H ευρύτερη περιοχή της Νάουσας φημίζεται για την οινοπαραγωγή της. Παράγονται σχεδόν στο σύνολό τους κρασιά Ονομασίας Προελεύσεως Ανωτάτης Ποιότητος (Ο.Π.Α.Π.). Το ομώνυμο κόκκινο κρασί είναι παγκοσμίου φήμης, με πολλές διακρίσεις στην χώρα και στο εξωτερικό. Ήταν από τα πρώτα κρασιά στην Ελλάδα που κυκλοφόρησαν και εμφιαλωμένα. Το όνομα της ιδιαίτερης ποικιλίας του κρασιού αυτού είναι το ξινόμαυρο. Η Νάουσα παράγει από τις καλύτερες ποικιλίες ροδάκινων, μήλων και κερασιών που ξεχωρίζουν στις εγχώριες και διεθνείς αγορές.
Η Νάουσα, ακόμη, είναι γνωστή για το έθιμο Γενίτσαροι και Μπούλες, που αναβιώνει κατά την περίοδο του Καρναβαλιού, έχει αρχαιοελληνική προέλευση και βαθύτατο συμβολισμό, καθώς λέγεται ότι αναπαριστά την εναλλαγή των εποχών και την αναγέννηση της φύσης.
Το ντύσιμο του Γενίτσαρου αποτελεί ολόκληρη ιεροτελεστία, ενώ κατά την αναβίωση του εθίμου την εποχή της Αποκριάς, όλη η πόλη μεταμορφώνεται και γιορτάζει, χορεύοντας στο ρυθμό της πατινάδας, παραδοσιακού χορού της Νάουσας που χορεύουν τα μπουλούκια, δηλαδή οι ομάδες των Γενίτσαρων, στους δρόμους της πόλης.